30 Ιουνίου 2016 |
|
|
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης προς την Επιτροπή Άρθρο 130 του Κανονισμού Notis Marias (ECR) |
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat παρότι η Ελλάδα αποτελεί σημαντική αγροτική οικονομία εντός της ΕΕ, εντούτοις στη χώρα, το 2015, τα τρόφιμα ήταν ακριβότερα συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στις περισσότερες κατηγορίες βασικών ειδών διατροφής. Αυτό συμβαίνει αν και η Ελλάδα γνώρισε, λόγω μνημονίου, έξι συναπτά χρόνια ύφεσης, με στρατιές ανέργων και φτωχών και απώλεια του 25% του ΑΕΠ της.
Ενώ το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα είναι χαμηλότερο του 60% της ΕΕ, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά είναι ακριβότερα κατά 31% από τον μέσο κοινοτικό όρο, καθιστώντας την Ελλάδα τη δεύτερη ακριβότερη χώρα στην Ένωση σε αυτή την κατηγορία προϊόντων. Σε υψηλά επίπεδα διατηρούνται οι τιμές για το ψωμί και τα δημητριακά που αποτελούν βασικά διατροφικά προϊόντα, με την Ελλάδα να είναι κατά 14% ακριβότερη σε σύγκριση με τον μέσο κοινοτικό όρο.
Η ακρίβεια αυτή οφείλεται στην υψηλή φορολογία, με τον ΦΠΑ να φτάνει στα ύψη για τα περισσότερα προαναφερθέντα προϊόντα δημιουργώντας πρόβλημα επισιτιστικής ασφάλειας για μεγάλη μερίδα πολιτών και ενθαρρύνοντας την φοροδιαφυγή.
Ερωτάται η Επιτροπή:
Ποια μέτρα προτίθεται να λάβει προκειμένου, σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές, να συμβάλει στη δραστική μείωση της ακρίβειας στα τρόφιμα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής μηδενικού ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής;
Απάντηση του κ. Moscovici εξ ονόματος της Επιτροπής
Οι υψηλότερες τιμές τροφίμων μπορεί να οφείλονται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων οι φόροι, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, οι οποίοι αποτελούν έναν μόνο από τους παράγοντες αυτούς. Οι διαφορές στα απόλυτα επίπεδα των τιμών των τροφίμων μεταξύ των κρατών μελών θα εξαρτώνται επίσης, για παράδειγμα, από την καθαρή εμπορική θέση κάθε κράτους μέλους, τη δομή και τη λειτουργία της τροφικής αλυσίδας.
Όσον αφορά τον ΦΠΑ, η οδηγία ΦΠΑ[1] επιτρέπει στα κράτη μέλη, χωρίς καμία υποχρέωση, να εφαρμόζουν έναν ή δύο μειωμένους συντελεστές ελάχιστου ύψους 5% στα τρόφιμα[2]. Εντός αυτού του βασικού πλαισίου, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίζει τους συντελεστές, χωρίς προηγούμενη άδεια, σύμφωνα με τη φορολογική ή δημοσιονομική πολιτική του και άλλους εθνικούς στόχους. Επί του παρόντος δεν υπάρχει σχέδιο για τη θέσπιση μηδενικού συντελεστή ΦΠΑ για τα τρόφιμα, παρόλο που η Επιτροπή έχει προτείνει μεγαλύτερη ευελιξία στο πρόσφατο σχέδιο δράσης για τον ΦΠΑ[3].
Οι ελληνικές αρχές έχουν προτείνει να αυξηθούν οι συντελεστές ΦΠΑ από το 2010 στην Ελλάδα ώστε να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής. Ωστόσο, δεν είναι σαφές ότι οι υψηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ που ισχύουν από το 2010 ευθύνονται για τις συγκριτικά υψηλές τιμές στην Ελλάδα για τα προϊόντα που αναφέρονται: το 2009, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά στην Ελλάδα ήταν ήδη κατά 33% ακριβότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ το ψωμί και τα δημητριακά ήταν κατά 18% ακριβότερα. Είναι επίσης σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι οι τιμές των τροφίμων συνολικά στην Ελλάδα είναι ελαφρώς μόνο υψηλότερες (2,7%) από τον μέσο όρο της ΕΕ το 2015. Οι συγκριτικά υψηλές τιμές στην Ελλάδα των υποκατηγοριών τροφίμων που αναφέρονται είναι πιθανό να αντικατοπτρίζουν διαρθρωτικές δυσκαμψίες στις εν λόγω ειδικές αγορές προϊόντων που θα μπορούσαν να εξεταστούν στο πλαίσιο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που προτείνονται από τις αρχές στην αναπτυξιακή στρατηγική τους.
[1] Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1).
[2] Κατηγορία (1) στο παράρτημα III της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου.
[3] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με ένα σχέδιο δράσης για τον ΦΠΑ, δημοσιευθείσα στις 07.04.2016, COM(2016) 148 final.