H εύφλεκτη κατάσταση στην Ουκρανία, μπορεί να γίνει εστία πολύ μεγαλύτερης αναταραχής στην ευρύτερη περιοχή με απρόβλεπτες συνέπειες. Σε αυτό το συγκρουσιακό περιβάλλον, χρέος της Ε.Ε. είναι να κρατήσει υπεύθυνη στάση. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα βλέπουμε το ακριβώς αντίθετο.
Η Ε.Ε. ανέπτυξε μία αρκετά επιθετική στάση, που δυναμίτισε ακόμη περισσότερο την ήδη τεταμένη κατάσταση.
Στο ήδη αρνητικά φορτισμένο κλίμα στην περιοχή, ήρθε να προστεθεί και το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Ιουλίου 2014, με το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδίκαζε τη Ρωσία και το οποίο ψηφίστηκε από τους Ευρωβουλευτές της Ν.Δ., του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και του Ποταμιού, οι οποίοι και σ’ αυτή την περίπτωση ευθυγραμμίστηκαν με τη συγκυβέρνηση στις επιλογές της να συντάσσεται άκριτα με τους ισχυρούς της Ε.Ε.
Εμείς από την πλευρά μας αντιταχθήκαμε στο εν λόγω Ψήφισμα και δεν το υπερψηφίσαμε.
Ακολούθησε η απόφαση της Ε.Ε. στα μέσα Ιουλίου 2014, να επιβάλει περιοριστικά μέτρα κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας, γεγονός που έβαλε φωτιά στις σχέσεις Ευρώπης-Ρωσίας και οδήγησε, όπως αναμενόταν, τη Ρωσία να αποφασίσει την επιβολή εμπάργκο στις εισαγωγές προϊόντων από χώρες μέλη της Ε.Ε.
Το εμπάργκο ήταν ένα πολύ ισχυρό χτύπημα για τους ήδη δοκιμαζόμενους, από τη νεοφιλελεύθερη μνημονιακή πολιτική, πολίτες του Ευρωπαϊκού Νότου. Ειδικότερα για την Ελλάδα, η ζημία για τους αγρότες είναι τεράστια, κυρίως σε περιοχές με μεγάλη εξαγωγική δύναμη σε τοπικά προϊόντα.
Η μεγαλύτερη, βεβαίως, ζημία που έχει προκληθεί αφορά την απώλεια της σημαντικής ρωσικής αγοράς για τους Έλληνες και άλλους Ευρωπαίους αγρότες, οι οποίοι επένδυσαν επί σειρά ετών σε χρήμα και χρόνο, προκειμένου να μπορέσουν να αποκτήσουν πρόσβαση στους Ρώσους καταναλωτές.
Τη στιγμή, λοιπόν, που οι ήδη φτωχοποιημένοι αγρότες κινδύνευαν, με προφανή ευθύνη της Ε.Ε., να χάσουν και τη ρωσική αγορά, η Κομισιόν αποφάσισε στα μέσα καλοκαιριού να δώσει μόλις περί τα 125 εκατομμύρια ευρώ πανευρωπαϊκά ως αποζημίωση. Ψίχουλα, αν αναλογιστούμε τη ζημία που έχει επέλθει.
Από την πλευρά μου, ήδη από τις 9 Αυγούστου έχω καταθέσει σχετική ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ζητώ την πλήρη αποζημίωση όχι μόνο των Ελλήνων αγροτών, αλλά και άλλων επαγγελματικών κλάδων που έχουν πληγεί, όπως είναι ο τομέας των μεταφορών και ο τουρισμός.
Σε ευρύτερο, μάλιστα, επίπεδο έχω ήδη προχωρήσει σε ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών με τους Ευρωβουλευτές του Κινήματος των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, για τη στήριξη των Ελλήνων και Ιταλών αγροτών.
Μάλιστα, στις 15 Σεπτεμβρίου στο Στρασβούργο κατά τη διάρκεια της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άσκησα δριμεία κριτική στον Επίτροπο Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Ντατσιάν Τσόλος, ο οποίος στην τοποθέτησή του όχι μόνο δεν έπεισε με τις απαντήσεις του, αλλά δημιούργησε μεγαλύτερες ανησυχίες στους χιλιάδες αγρότες της Ελλάδας και των άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου.
Η μνημονιακή συγκυβέρνηση της Ελλάδας, δυστυχώς για ακόμη μία φορά άγεται και φέρεται. Άνευρη και άτολμη κρύβεται πίσω από τη δήθεν υποχρέωσή της να ακολουθήσει ως μέλος της Ε.Ε. τις αποφάσεις των Βρυξελλών. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ήταν πολιτική απόφαση να υπακούσει η Ελλάδα στα κελεύσματα της Ε.Ε. για να επιβληθούν μέτρα κατά της Ρωσίας, συμπράττοντας έτσι σε μία αδιέξοδη πολιτική δράσης και αντίδρασης. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η άσκηση εξωτερικής πολιτικής είναι αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους. Επομένως, η μνημονιακή συγκυβέρνηση έχει τεράστιες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση.
Το δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου είχε μοναδική ευκαιρία ως χώρα, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας, να λειτουργήσει φιλειρηνικά, να καταβάλει προσπάθεια να δρομολογηθεί ένας δημιουργικός διάλογος ανάμεσα στις δύο πλευρές, την Ε.Ε. και την Ρωσία. Η συγκυβέρνηση σπατάλησε και αυτή την ευκαιρία. Χαρακτηριστικό δείγμα της παντελούς απουσίας της από τις εξελίξεις, είναι το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έλαβε μέρος στις συνομιλίες, που οδήγησαν στη Συμφωνία του Κιέβου τον Φεβρουάριο του 2014, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών Γερμανίας, Γαλλίας, Πολωνίας και των εμπλεκομένων μερών στην ουκρανική κρίση, αλλά μετέβη στο Κίεβο, μετά τα γεγονότα στην Κριμαία, για να συγχαρεί τη νεοναζιστική κυβέρνηση της Ουκρανίας.
Πεποίθησή μου είναι πως αν θέλουμε να έχουμε αποκλιμάκωση της έντασης στην περιοχή της Ουκρανίας, θα πρέπει να προχωρήσουμε με πολύ προσεκτικά βήματα.
Υπ’ αυτή την έννοια, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2014 να κυρώσει τη Συμφωνία Σύνδεσης Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ουκρανίας, θεωρώ ότι ρίχνει λάδι στη φωτιά της Ουκρανικής Κρίσης, σε μια στιγμή που είχε ξεκινήσει μια φάση διαπραγματεύσεων και με την πρωτοβουλία του Προέδρου Πούτιν αλλά και της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ουκρανίας και άλλων δυνάμεων. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για μια Συμφωνία που επιτρέπει ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων σε μία χώρα η οποία βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση και όταν η κυβέρνησή της δεν ελέγχει το 1/3 της περιοχής. Η συγκεκριμένη Συμφωνία Σύνδεσης είναι σοβαρό λάθος, γι’ αυτό και την καταψήφισα στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρξει ειρηνική διευθέτηση του όλου προβλήματος, προκειμένου να έχουμε περισσότερες ελπίδες για σοβαρή, βιώσιμη λύση.
Όμως, η Ε.Ε. κλιμάκωσε παραπέρα την ένταση στο Ουκρανικό. Έτσι, δυο μέρες μετά, στις 18 Σεπτεμβρίου, η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκρινε και νέο Ψήφισμα, στο οποίο αναφέρεται ότι απώτερος στόχος των Βρυξελλών και του Κιέβου είναι η ένταξη της Ουκρανίας στην Ε.Ε.
Μετά και το ανωτέρω Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο επίσης καταψήφισα, οι σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας κλιμακώθηκαν σε επικίνδυνο βαθμό.
Εύχομαι να μην οξυνθούν ακόμη παραπέρα. Αυτό σημαίνει ότι η Ε.Ε. πρέπει να αλλάξει πορεία και να συμβάλει τα μέγιστα στην ειρηνική διευθέτηση του προβλήματος.
Νότης Μαριάς
Ευρωβουλευτής,
Αντιπρόεδρος Ευρωπαίων Αντιφεντεραλιστών
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου