Η ακρίβεια η οποία πλήττει την ελληνική κοινωνία έχει χτυπήσει κόκκινο. Με τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος να προκαλούν ηλεκτροπληξία και το κόστος ζωής να έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, η κυβέρνηση επιχειρεί με ημίμετρα να αντιμετωπίσει το τεράστιο κύμα ακρίβειας το οποίο εξανεμίζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση φαίνεται ανίκανη να υιοθετήσει αλλαγές οι οποίες μπορούν μετά βεβαιότητος να μειώσουν αποτελεσματικά τα τεράστια έξοδα του οικογενειακού προϋπολογισμού όπως είναι η ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ σε συνδυασμό με την αρχή της περιφερειακής προτίμησης που ήδη εδώ και πάνω από μια δεκαετία έχουμε προτείνει.
Βεβαίως ορισμένοι ισχυρίζονται ότι στα ΑΕΙ πρέπει να εισάγονται μόνο όσοι υποψήφιοι ανταποκρίνονται στα σχετικώς αυξημένα κριτήρια αξιολόγησης. Έτσι θεωρούν ότι μέσω της αξιολόγησης θα εισάγονται στα ΑΕΙ οι υποψήφιοι «που πράγματι αξίζουν» και οι οποίοι στη συνέχεια θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας με τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα. Όμως η ζωή στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν είναι τόσο απλή. Και αυτό γιατί η πλειοψηφία όσων δεν περνούν στα Ελληνικά ΑΕΙ στη συνέχεια φεύγουν για πανεπιστήμια του εξωτερικού και συνήθως μετά από χρόνια επανέρχονται στην Ελλάδα και εντάσσονται στην αγορά εργασίας μιας και έχουν αποκτήσει επαγγελματικά δικαιώματα ως προερχόμενοι από χώρες της ΕΕ. Όσοι θεωρούν αφελώς ότι μέσω αυξημένων κριτηρίων αξιόλογης εισαγωγής στα ΑΕΙ θα φιλτράρουν ταυτόχρονα και τον αριθμό των μελλοντικών γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών κλπ της χώρας «πλανώνται πλάνην οικτράν» καθώς όσοι δεν περνούν στα ελληνικά ΑΕΙ συνήθως επανέρχονται στη χώρα ως δικηγόροι, γιατροί, ή μηχανικοί έχοντας τελειώσει τις σπουδές τους σε χώρες της ΕΕ.
Έτσι μετά την περσινή «μεγάλη σφαγή» των αποφοίτων Λυκείου αυξήθηκε «η πελατεία» των ξένων Πανεπιστημίων αλλά και των κάθε είδους ελληνικών Κολλεγίων.
Έτσι οι 40.000 απόφοιτοι που έμειναν εκτός ΑΕΙ εγγράφηκαν σε ΑΕΙ εκτός Ελλάδος και κυρίως στην Κύπρο ενώ άλλοι μέσω ελληνικών Κολλεγίων επιδιώκουν να αποκτήσουν τίτλο ξένων ΑΕΙ.
Έτσι ενώ για χιλιάδες Έλληνες αποφοίτους είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσουν να εισαχθούν σε κάποια από τις ιατρικές σχολές της χώρας μας τελικά αυτοί έχουν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε κάποια ιατρική σχολή της Βουλγαρίας ή της Ρουμανίας. Στο παρελθόν είχαμε και χιλιάδες Έλληνες νέους οι οποίοι φοίτησαν σε ιατρικές σχολές της Ιταλίας.
Μάλιστα σε πρόσφατη ανακοίνωσή του ο ΔΟΑΤΑΠ ενημερώνει πλέον τους Έλληνες με τίτλους σπουδών Οδοντιατρικής ή Ιατρικής από ΑΕΙ της Βουλγαρίας και Ρουμανίας ότι το πτυχίο τους αναγνωρίζεται ως ισότιμο με αυτό της Οδοντιατρικής ή της Ιατρικής Σχολής Ελληνικού ΑΕΙ και δεν χρειάζεται καν να εξεταστούν σε συμπληρωματικά μαθήματα (www.political.gr 23/9/2021).
Σε πολλά άρθρα μου από το 2008 έχω εκφράσει ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, σκέψεις που επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα της ενίσχυσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων και στην θεσμοθέτηση της ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ ενόψει μάλιστα της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας που αντιμετωπίζει η Πατρίδα μας.
Η κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων και η ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια, αφενός θα αποφορτίσει άμεσα την ελληνική οικογένεια από υλικά και ψυχολογικά βάρη και αφετέρου θα αναζωπυρώσει τα δημιουργικά ταλέντα της νέας γενιάς και θα δώσει προοπτική. Τα Γυμνάσια και τα Λύκεια θα πάψουν να είναι εξεταστικά κέντρα. Οι μαθητές θα μπορέσουν να αποκτήσουν ουσιαστικές γνώσεις και δεν θα επικεντρώνονται στην ανάπτυξη μονόπλευρων δεξιοτήτων με μόνο στόχο την επιτυχία στις εξετάσεις.
Οι γονείς θα σταματήσουν να δαπανούν χιλιάδες ευρώ ετησίως σε φροντιστήρια. Έτσι μόνο το 2018 σε εποχή κρίσης και Μνημονίων η ιδιωτική δαπάνη της ελληνικής οικογένειας ανήλθε ετησίως σε 1,5 δις ευρώ (www.kathimerini.gr 5/10/2028). Μεγάλο μέρος της δαπάνης αυτής κατευθύνθηκε στα φροντιστήρια για την προετοιμασία των μαθητών προκειμένου να περάσουν στις πανελλαδικές εξετάσεις σε κάποιο ΑΕΙ (Πίνακας 1).
Επιπλέον η μετανάστευση στο εξωτερικό Ελλήνων φοιτητών θα περιοριστεί και συνεπώς θα συρρικνωθεί η εκροή κεφαλαίων για σπουδές στο εξωτερικό. Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΔΥΠ «το 2017, οι Έλληνες που σπούδαζαν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού άγγιξαν τους 37.484, αριθμός συγκριτικά υψηλός σε σχέση με την Ισπανία (35.348), η οποία διαθέτει υπερτετραπλάσιο πληθυσμό από την Ελλάδα, ή την Πορτογαλία (12.951) και την Ιρλανδία (15.249), οι οποίες, επίσης, βίωσαν οικονομική κρίση» (www.esos.gr 21/9/2018).
Αυτό σημαίνει ότι στην καλύτερη περίπτωση αν υπολογίσουμε ότι η μέση μηνιαία δαπάνη της ελληνικής οικογένειας για τη συντήρηση των παραπάνω φοιτητών στο εξωτερικό ανέρχεται σε 1000 ευρώ ανά φοιτητή καλύπτοντας διάστημα τουλάχιστον 10 μηνών, τότε η συνολική δαπάνη για έξοδα διαβίωσης ανέρχεται σε 370 εκατ. ευρώ ετησίως (ήτοι 37 εκατ. ευρώ μηνιαίως επί 10 μήνες).
Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθούν και τα δίδακτρα ήτοι στην πιο επιεική περίπτωση 10.000 ευρώ ετησίως. Άρα η δαπάνη για δίδακτρα φτάνει επίσης σε επιπλέον τουλάχιστον 370 εκατ. ευρώ.
Η μείωση της μετανάστευσης στο εξωτερικό για σπουδές θα αμβλύνει, επίσης, το θλιβερό κοινωνικό φαινόμενο της «αφαίμαξης εγκεφάλων», αυτού του σύγχρονου «brain drain».
Οι δαπάνες για τη φοιτητική μέριμνα που βαρύνουν την ελληνική οικογένεια θα καταναλώνονται στο εσωτερικό της χώρας και όχι σε άλλες χώρες.
Με την πρότασή μας για ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ σε συνδυασμό με την εφαρμογή της αρχής της περιφερειακής προτίμησης που αναλύουμε παρακάτω οι φοιτητές θα μπορούν να σπουδάζουν στον τόπο κατοικίας τους και έτσι δεν θα επιβαρύνεται ο μηνιαίος οικογενειακός προϋπολογισμός με 1000 περίπου ευρώ για κάθε φοιτητή/τρια.
Αν λάβουμε υπόψη ότι από τους τουλάχιστον 225.000 ενεργούς φοιτητές, όπως αυτοί προκύπτουν από τις δηλώσεις για τη διανομή συγγραμμάτων με βάση στοιχεία του ακαδημαϊκού έτους 2019-2020 του Πίνακα 2 (https://sep4u.gr 27/5/2020),
οι μισοί απ΄ αυτούς σπουδάζουν εκτός του τόπου της μόνιμης οικογενειακής του κατοικίας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα μπορούσαν οι διάφοροι οικογενειακοί προϋπολογισμοί να εξοικονομήσουν τουλάχιστον 1,3 δις ευρώ ετησίως ίσως και περισσότερα.
Επιπλέον το κράτος θα απαλλαγεί και από το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος που συνιστά τόσο η καταβολή του περίφημου φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος ύψους 1000 ευρώ ετησίως για κάθε φοιτητή που σπουδάζει σε απόσταση τουλάχιστον 80 χιλιομέτρων από την οικογενειακή του εστία όσο και το πρόσφατα ψηφισθέν ποσό επιδότησης των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος των ετεροδημοτών φοιτητών.
Το σύστημα της ελεύθερης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση απαιτείται να οργανωθεί σε επίπεδο Περιφερειών με βάση τους παρακάτω άξονες:
1.Διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος.
2.Γενναία αύξηση της χρηματοδότησης της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τον κρατικό προϋπολογισμό.
3.Ολοκληρωμένος σχεδιασμός προκειμένου κάθε Περιφέρεια να διαθέτει πλήρως αναπτυγμένα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των Πολυτεχνείων και των Ιατρικών Σχολών.
4.Η ίδρυση και λειτουργία Ιατρικής Σχολής θα πρέπει να συνδυάζεται με λειτουργία αντίστοιχου δημόσιου Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, ιδιαίτερα χρήσιμου όπως αποδείχθηκε λόγω πανδημίας και όχι μόνο.
5.Τα ΑΕΙ κάθε Περιφέρειας θα πρέπει να διαθέτουν κάθε χρόνο ίσο τουλάχιστον αριθμό θέσεων εισακτέων με τους απόφοιτους των Λυκείων της συγκεκριμένης Περιφέρειας.
6.Εφαρμογή της αρχής της περιφερειακής προτίμησης σύμφωνα με την οποία οι απόφοιτοι Λυκείων κάθε Περιφέρειας θα έχουν δικαίωμα πρώτης προτίμησης στις Σχολές των ΑΕΙ της Περιφέρειάς τους και υπό την προϋπόθεση ότι φοιτούν σε αντίστοιχο Λύκειο της Περιφέρειας τουλάχιστον επί τριετία προς αποφυγή κατάχρησης της εν λόγω αρχής.
7.Αξιοποίηση της εμπειρίας των άλλων Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων σε μεθόδους αξιολόγησης των πρωτοετών φοιτητών προς αντιμετώπιση της αυξημένης ζήτησης σε Σχολές αιχμής.
8.Δωρεάν ενδοπεριφερειακή μετακίνηση των φοιτητών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς προκειμένου να μειωθούν τα κόστη που επωμίζεται η κάθε οικογένεια για δαπάνες φοιτητικής μέριμνας και εγκατάστασης.
9.Οργάνωση σε μητροπολιτική βάση των Πανεπιστημίων στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη και ενίσχυσή τους με την ίδρυση νέων Πανεπιστημίων και νέων Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων.